- κουμάντο
- το1. αρχηγία, διεύθυνση, διοίκηση, κυβέρνηση2. διευθέτηση, τακτοποίηση («το κάθε πράγμα θέλει το κουμάντο του»)3. στον πληθ. τα κουμάντοτα οικιακά σκεύη4. φρ. α) «κάνω το κουμάντο μου» — συγκεντρώνω τα απαραίτητα εφόδια, εφοδιάζομαιβ) «δεν θέλω να μού κάνεις κουμάντο» — δεν δέχομαι έλεγχο, δεν θέλω οδηγίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comando].
Dictionary of Greek. 2013.